ἡδυέπεια

ἡδυέπεια
ἡδυεπής
sweet-speaking
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηδυέπεια — η (Α ἡδυέπεια) [ηδυεπής]. η γλυκύτητα τής ομιλίας, η ευπροσηγορία αρχ. ως επίθ. ποιητ. τ. τού θηλ. τού επιθ. ηδυεπής* …   Dictionary of Greek

  • ηδυετής — ές (Α ἡδυεπής, δωρ. τ. ἁδυεπής, ές, θηλ. ποιητ. τ. ἡδυέπεια) αυτός ο οποίος μιλάει με γλυκό τρόπο, ο γλυκομίλητος αρχ. αυτός που ηχεί γλυκά, όμορφα, ο γλυκύφθογγος («ἡδυεπής λύρα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + επης (< έπος), πρβλ. ευρησι επής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”